- γλωσσομανής
- -έςαυτός που συζητάει μετά μανίας γλωσσικά ζητήματα.[ΕΤΥΜΟΛ. < γλώσσα + -μανής < μαίνομαι. Η λ. (γλωσσομανείς, οι) μαρτυρείται από το 1853 στον Ν. Κοριτζά].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
γλώσσα — I Όργανο με το οποίο ο άνθρωπος αναλύει και αντικειμενοποιεί την εμπειρία του με τη βοήθεια φωνητικών συμβόλων (λέξεων) που έχουν διαφορετική μορφή και διαφορετικές αμοιβαίες σχέσεις σε κάθε ιστορική κοινότητα. Πιο συγκεκριμένα, λέγοντας γ.… … Dictionary of Greek